ηλεκτρικό οξύ

ηλεκτρικό οξύ
Ονομασία οξέος που ανακαλύφθηκε στο ήλεκτρο. Αποτελεί το απλούστερο γ-δικαρβονικό οξύ και έχει χημικό τύπο ΗΟC-(CH2)2COOH. Κρυσταλλώνεται σε μονοκλινή άχρωμα πρίσματα, διαλυτά στο οινόπνευμα, στον αιθέρα και στο ζεστό νερό. Έχει σημείο τήξης 185°C, πυκνότητα 1,563 gr/cm3 (20°C) και σημείο βρασμού 235°C. Παρασκευάζεται με ζύμωση του τρυγικού αμμωνίου ή του μηλικού ασβεστίου και βιομηχανικά με υδρογόνωση του μηλεϊνικού οξέος. Τα παράγωγά του (ανυδρίτης, αιθέρες, σουκινιμίδα, σουκινικά άλατα κ.ά.) χρησιμοποιούνται για την παρασκευή πλαστικών υλών, πολυεστερικών ρητινών, χρωστικών, φαρμάκων, εντομοκτόνων και στη σύνθεση αρωματικών υδρογονανθράκων. Το η.o., εκτός από το ήλεκτρο, βρίσκεται στους λιγνίτες, σε ορισμένα φυτά και στους ζωικούς οργανισμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρύλιο — Δισθενής ρίζα, του τύπου C4H4O2, που προέρχεται από το ηλεκτρικό οξύ, αν αφαιρεθούν δύο υδροξύλια. Το χλωρίδιο του η. είναι υγρό, με σημείο βρασμού 192°C. Μπορεί να αντιδράσει με δύο μορφές, ως συμμετρικό Cl CO CH2CH2 CO Cl και ως ασύμμετρο CH2… …   Dictionary of Greek

  • πυροτρυγικός — ή, ό, Ν φρ. «πυροτριγυκό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβανικό οξύ, γνωστό και ως μεθυλο ηλεκτρικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • τελλουρικός — ή, ό, Ν [τελλούριο] φρ. α) «τελλουρικό οξύ» χημ. ασθενές διβασικό οξύ που σχηματίζει δύο σειρές αλάτων, τα όξινα και τα ουδέτερα τελλουρικά άλατα β) «τελλουρικό άλας» χημ. άλας τού τελλουρικού οξέος γ) «τελλουρικό ρεύμα» (γεωφ.) φυσικό ηλεκτρικό… …   Dictionary of Greek

  • δικαρβονικά οξέα — Οργανικές ενώσεις που φέρουν δύο καρβοξυλομάδες ( COOH). Τα περισσότερα δ.ο. είναι φυσικά προϊόντα. Τα κορεσμένα δ.ο. έχουν γενικό τύπο (CH2)ν(COOH)2 και ονομάζονται ανάλογα με τον συνολικό αριθμό ανθράκων που περιέχουν. Οι ιδιότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”